-
1 ἀνα-κεράννυμι
ἀνα-κεράννυμι (s. κεράννυμι), wieder mischen, Hom. in tmesi, ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν, Od. 3, 390; οἶνον ἀνεκεράννυ Ar. Ran. 512; allgemeiner, beimischen, τῇ ψυχῇ ἀνακεκραμέναι Tim. Locr. 102 e; καιναῖς αὖϑις ἀνακραϑέντων ἐπιγαμίαις τῶν γενῶν, die Geschlechter waren vermischt, Plut. Rom. 29.
-
2 ἀνακεράννυμι
A mix up or again,ἀνὰ κρητῆρα κέρασσεν Od. 3.390
;οἶνον ἀνεκεράννυ γλυκύτατον Ar.Ra. 511
: metaph.,τὴν πόλιν αὐτὴν πρὸς αὑτὴν ἀ. ταῖς οἰκειότησιν Plu.Cat.Mi.25
;κοινωνίαις πολέμων -ασθέντες D.H.1.60
:—[voice] Pass.,πολλῷ τῷ θνητῷ ἀνακεραννυμένη Pl.Criti. 121a
: [tense] aor. , part.- κρᾱθείς Plu.Rom.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακεράννυμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий